- κυνόφρων
- κυνόφρων, -ον (Α)αυτός που συμπεριφέρεται σαν σκύλος, αναίσχυντος, αδιάντροπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)-* + -φρων (εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα τής λ. φρήν «νους, φρόνημα»), πρβλ. γυναικό-φρων, τυραννό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυνόφρων — dog minded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek